- αυτοχειροτονούμαι
- (ε) незаконно присваивать себе имя, титул, звание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοχειροτονούμαι — αυθαίρετα αποδίδω στον εαυτό μου τίτλο ή αξίωμα … Dictionary of Greek